Πτυχές τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου



Τὰ σεπτά Πάθη τοῦ Κυρίου ἔχουν πάρα πολλές πτυχές. Γι' αὐτὸ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο μόνο σε μερικές από αυτές.

Την πρώτη ἐκείνη Μεγάλη Παρασκευή ὁ Κύριος δὲν ἀναπαύθηκε καθόλου. Ἀπὸ τὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου συνελήφθη, μέχρι τὴ σταυρική του θυσία καὶ τὸν ζωοποιὸ καὶ ἑκούσιο θάνατό του δὲν κοιμήθηκε καθόλου, δὲν ἤπιε καθόλου νερό, ἂν καὶ ἵδρωσε πάρα πολύ ἀπὸ τὴν ἀγωνία του στη Γεθσημανῆ, οὔτε ἔφαγε τίποτε.

Ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τούς μαθητές του· προδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἰούδα· Τὸν ἀρνήθηκε ο Πέτρος. Οἱ πάντες Τὸν ἐγκατέλειψαν μόνο. Το ἤξερε αὐτό. Γι' αυτό και τοὺς προειδοποίησε το βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης: «Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ πατήρ μετ᾿ ἐμοῦ ἐστι» (Ίω. ις΄ 32).

Κατόπιν σύρθηκε ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τῶν ἀρχιερέων σε διάφορες δίκες. Μπροστά στόν ἀρχιερέα Ἄννα ὁ ἀναμάρτητος Κύριος δέχθηκε ράπισμα ἀπὸ ἕναν ὑπηρέτη, ἐπειδὴ δῆθεν δὲν μίλησε καλὰ στὸν ἀρχιερέα. Στη δίκη με πρόεδρο τον Καϊάφα ὑπέμεινε ν' ἀκούει ἄθλιες ψευδομαρτυρίες εἰς βάρος του. Κι ὅταν δὲν μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν κατηγορία ἐναντίον Του, σηκώθηκε ὁ Καϊάφας καὶ Τον ρώτησε ἂν ὄντως ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Ὁ Κύριος τότε απάντησε θετικά· ὁ δὲ άρχιερέας μὲ προσποιητὴ ἀγανάκτηση ἔσχισε τά ἐνδύματά του καὶ ρώτησε τους παριστάμενους:

-Τί ἀνάγκη ἔχουμε πλέον ἀπό μάρτυρες; Ἀκούσατε τὴ βλασφημία που ξεστόμισε. Τί σᾶς φαίνεται;

-Εἶναι ἔνοχος θανάτου! κραύγασαν. Κάποιοι μάλιστα ἄρχισαν νὰ Τὸν φτύνουν, ἐνῶ ἄλλοι σκέπαζαν τό πανάγιο Πρόσωπό του, Τόν χτυποῦσαν καὶ ἔλεγαν περιπαικτικά:

–Προφήτευσέ μας ποιός Σέ χτύπησε!...

Πόσες φορὲς ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Κύριός μας ὑπέμεινε την κτηνώδη συμπεριφορά τῶν ὑπηρετῶν καὶ τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν! Πρὶν ἀπό τή δίκη τοῦ Καϊάφα (βλ. Λουκ. κβ' 63-65), μετά τήν ἔκδοση τῆς ἀποφάσεως γιά τή θανατική καταδίκη του, στο πραιτώριο ἀπό τούς Ρωμαίους στρατιῶτες, ὅταν Τοῦ ἔβγαλαν τὰ ροῦχα καὶ Τὸν ἔντυσαν περιπαικτικά μὲ βασιλική στολή καὶ γονάτιζαν μπροστά του μὲ ὑποκριτικό σεβασμό λέγοντάς του: «Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ματθ. κζ' 27-31, Ιω. ιθ' 1-3). Καὶ Τὸν χτυποῦσαν.

Αργότερα ὁ Κύριος ὑπέμεινε σιωπηλά τὴ χλεύη τοῦ ὄχλου, τῶν περαστικῶν, τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἐκτέλεσαν τή θανατική καταδίκη του, ἀλλὰ καὶ τῶν άρχιερέων. Μόνο ένας λόγος προσευχῆς βγῆκε ἀπὸ τὰ ἅγια χείλη του γιά ὅλους αὐτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ' 34).

Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ Πιλάτος ἔστειλε τὸν Κύριο στον Ηρώδη, ὁ ὁποῖος χάρηκε ποὺ τὸν εἶδε περιμένοντας νὰ δεῖ κάποιο θαῦμα, ὁ Κύριος παρέμεινε σιωπηλός, καθὼς ὁ ἡγεμόνας Τὸν ἐνέπαιζε μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του (Λουκ. κγ' 8-12).

Ἔπειτα Τὸν ἐπέστρεψαν στον Πιλάτο, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ Τὸν γλυτώσει καὶ ἀρχικά, γιὰ νὰ προκαλέσει τὸν οἶκτο τοῦ πλήθους, διέταξε να μαστιγωθεῖ. Κατόπιν Τόν παρουσίασε στον λαό λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»! Άλλ' αὐτοί, ἀντὶ νὰ συγκινηθοῦν, οὔρλιαζαν: «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»! Κι ὅταν τοὺς ρώτησε ο Πιλάτος, «τόν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω;», ἀπάντησαν πάλι οἱ ἀρχιερεῖς: «Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα» (Ιω. ιθ΄ 12-16). Ὅταν πάλι ο Πιλάτος ἔπλυνε τα χέρια του δηλώνοντας ἀμέτοχος στὴν θανατικὴ καταδίκη ἑνὸς ἀθώου, τότε εἶπε ὅλος ὁ λαός: «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. κζ' 24-26). Τραγικό κατάντημα!

Τότε παραδόθηκε ὁ Κύριος στὸν ὄχλο γιὰ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ βαστάζοντας τὸν Σταυρό του άκολούθησε τοὺς στρατιῶτες πρός τόν Γολγοθᾶ. Ἀλλὰ στὸν δρό-μα δὲν ἄντεξε· γι' αὐτό ἀγγαρεύθηκε γιὰ τὴ μεταφορά τοῦ Σταυροῦ του ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος.

Ὁ ἀναμάρτητος Κύριος στόν Γολγοθᾶ σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστῶν· καὶ σταυρώθηκε γυμνός, όπως συνηθιζόταν. Κατά τη διάρκεια ὅλων ὅσων ύπέμεινε, πιο πολύ πονοῦσε καὶ λυπόταν γιὰ τὸ καττάντημα τῶν ἀνθρώπων πού τόν ταλαιπωροῦσαν· αὐτῶν ποὺ Τὸν συνέλαβαν καὶ Τὸν χτυποῦσαν, αὐτῶν ποὺ χλεύαζαν τό προφητικό του ἀξίωμα καλύπτοντας το πρόσωπό του και χτυπώντας τον...

Πῶς θὰ ἔβλεπε ό Κύριος τό πλῆθος ἐκεῖνο τῶν ἀνθρώπων που ώρυόταν «σταύρωσον σταύρωσον αυτόν», αὐτῶν πού, λίγες ημέρες πρίν, φώναζαν «ώσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. και 9), τῶν τόσο εὐεργετημένων ἀπὸ τὸν ίδιο!

Ὡστόσο δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου. Υπέφερε τα πάντα γιά μᾶς καὶ «ἀντὶ ἡμῶν», γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ ἐχθροῦ. «Ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας» (Εβρ. ιβ' 2).

Ἀπόλυτος δὲ κύριος τοῦ Έαυτοῦ του δὲν δέχθηκε να πιεῖ τό «ὄξος τό μετά χολῆς μεμιγμένον», ποὺ ἦταν σὰν ναρκωτικό (Ματθ. κζ' 34). Δὲν ἤθελε νὰ ψευτίσει τὸ μαρτύριο τοῦ Σταυροῦ. Ἤθελε νὰ προσφέρει τὴ θυσία του «ύπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» με πλήρη τὴ συνείδηση τοῦ Ἑαυτοῦ του, γρηγορῶν.

Ἀλλὰ ἡ πιὸ φοβερὴ στιγμὴ τοῦ Πάθους του ἦταν, ὅταν εἶπε τον λόγο: «Θεέ μου Θεέ μου, ἵνα τί με έγκατέλιπες;»

Ὁ Κύριος χωρίς νά ἁμαρτήσει, ἀναδέχθηκε, πῆρε ἐπάνω του, τήν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔζησε την πικρία τῆς ἁμαρτίας, σάν νά εἶχε κάνει τὰ πάντα, ἐνῶ δὲν εἶχε κάνει ἀπολύτως τίποτε. Πῆρε τὴ θέση μας, τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἔνιωσε νά Τόν ἀποστρέφεται το Πρόσωπο τοῦ Πατέρα του, εφόσον εἶχε ἀναλάβει νὰ ἐξοφλήσει τὸ ὑπέρογκο χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Κατέβηκε μέχρι τον πυθμένα τῆς κολάσεως. Γι' αὐτὸ ὡς ἄνθρωπος παραπονεῖται εύλαβικά στον Πατέρα του: «Θεέ μου Θεέ μου, ἵνα τί με έγκατέλιπες;»

Πόσες πτυχές, ἀλήθεια, ἔχουν τά Πάθη τοῦ Κυρίου! Μια ολόκληρη αιωνιότητα δὲν θὰ ἀρκέσει για τη μελέτη τους. Ας συνηθίζουμε νά τόν ἀτενίζουμε Ἐσταυρωμένο· ἂς ἐμβαθύνουμε στὰ πάνσεπτα Πάθη του, γιὰ νὰ αὐξάνεται ὁλοένα καὶ περισσότερο ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρὸς Αὐτόν...

Ανεξίκακε Κύριε, δόξα Σοι!

περ. "Ο Σωτήρ"
Δημοσίευση σχολίου (0)
Νεότερη Παλαιότερη