Την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη στις ενορίες τελείται το πρωί η θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου (συνημμένη στην ακολουθία του Εσπερινού), ενώ το βράδυ ο Όρθρος της Μ. Παρασκευής (Ακολουθία των Παθών).
    Στην πρωινή Ακολουθία μεταφερόμαστε ξανά στα γεγονότα που ζήσαμε το προηγούμενο βράδυ. Στις τελευταίες δηλαδή στιγμές του Κυρίου πριν από τη σύλληψη του και κυρίως στον Μυστικό Δείπνο. Ιδιαίτερα η θεία Λειτουργία που τελούμε σήμερα, αποτελεί την καθαυτό ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου του Κυρίου και της παράδοσης των Αγίων Μυστηρίων. Γι' αυτό και κατά την διάρκειά της ψέλνεται κατ' επανάληψη ο ύμνος "Του δείπνου σου του μυστικού", ο οποίος τονίζει ακριβώς αυτή την ευθεία σύνδεση της θείας Λειτουργίας με τον πρώτο αυτό Μυστικό Δείπνο. Για να επισημάνει μάλιστα η αγία μας Εκκλησία τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σημερινής Λειτουργίας, έχει θεσμοθετήσει να τελείται η θεία Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου, γεγονός που συμβαίνει μονάχα δέκα φορές μέσα στο έτος.
    Στην βραδινή Ακολουθία (Όρθρος Μ. Παρασκευής) επιτελούμε τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρας μας Ιησού Χριστού: τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα χτυπήματα, τους χλευασμούς, τα φρικτά γέλια, την κόκκινη χλαμύδα, τον κάλαμο, τον σπόγγο, το ξίδι, τα καρφιά, τη λόγχη και προπάντων την Σταυρό και τον θάνατο, τα οποία καταδέχθηκε με τη θέλησή του για χάρη μας. Θυμόμαστε ακόμη τη σωτήρια ομολογία του καλοπροαίρετου ληστή, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο.
    Τα φοβερά αυτά γεγονότα τα ακούμε μέσα από δώδεκα ευαγγελικά αναγνώσματα ως εξής:
    Όταν οι Ιουδαίοι συνέλαβαν τον Κύριο, τον οδήγησαν πρώτα στον αρχιερέα Άννα. Αυτός τον έστειλε στον αρχιερέα Καϊάφα. Εκεί ο Κύριος καταδικάσθηκε σε θάνατο και δέχθηκε φτυσίματα και χτυπήματα, εμπαιγμούς και χλευασμούς. Το πρωί οδηγήθηκε στον Ρωμαίο διοικητή Πιλάτο. Ο Πιλάτος, επειδή δεν βρήκε καμιά κατηγορία αξιόλογη, έστειλε τον Κύριο στον Ηρώδη κι αυτός πάλι στον Πιλάτο.
    Ο Πιλάτος ήθελε να τον ελευθερώσει. Επικαλέσθηκε λοιπόν το ιουδαϊκό έθιμο κατά την εορτή του Πάσχα να ελευθερώνεται ένας από τους φυλακισμένους. Οι Ιουδαίοι όμως προτίμησαν να απελευθερωθεί ο Βαραββάς κι όχι ο Χριστός. Και κραύγαζαν στον Πιλάτο: "Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον". Τότε ο Πιλάτος φοβισμένος υποχώρησε κι αφού πρώτα μαστίγωσε τον Κύριο, τον παρέδωσε στους Ρωμαίους στρατιώτες. Αυτοί τον έντυσαν περιπαικτικά σαν βασιλιά με κόκκινη χλαμύδα, του φόρεσαν ακάνθινο στεφάνι και έβαλαν στο δεξί του χέρι σαν σκήπτρο ένα καλάμι. Ύστερα τον έβαλαν να σηκώσει τον Σταυρό του.
    Όταν έφτασαν στον Γολγοθά, τον σταύρωσαν. Κάτω από τον Σταυρό βρισκόταν η Μητέρα του και ο Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του. Οι στρατιώτες μοίρασαν μεταξύ τους τα ρούχα του Κυρίου. Δεξιά και αριστερά από τον Κύριο σταύρωσαν δύο ληστές. Ο ένας από αυτούς, βλέποντας το μεγαλείο του Χριστού, ομολόγησε ότι είναι ο Κύριος, ο Υιός του Θεού. Κι ο Κύριος του υποσχέθηκε ότι θα τον πάρει μαζί του στον Παράδεισο. Αντίθετα, την ίδια ώρα οι όχλοι χλεύαζαν τον Κύριο. Τότε, μέσα στο καταμεσήμερο, σκοτείνιασε τελείως ο ήλιος. Από τις 12 μέχρι τις 3 το μεσημέρι απλώθηκε βαθύ σκοτάδι σε όλη την Κτίση.

 Κάποια στιγμή ο Κύριος είπε "Διψώ" κι αυτοί το έδωσαν να πιεί ξίδι. Κι έπειτα είπε "Τετέλεσται", κατόπιν "Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου" και γέρνοντας το κεφάλι του παρέδωσε την ψυχή του στον Πατέρα του. Τότε η γη άρχισε να σείεται, οι πέτρες να σπάζουν, το καταπέτασμα του Ναού να σχίζεται. Ο εκατόνταρχος, βλέποντας όλα αυτά τα παράδοξα σημεία, φώναξε δυνατά: "Πράγματι, αυτός ήταν Υιός του Θεού".
    Οι Ιουδαίοι ζήτησαν από τον Πιλάτο να κατεβάσουν τα σώματα από τους σταυρούς, επειδή άρχιζε η μεγάλη ημέρα του Πάσχα. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες, για να επιταχύνουν τον θάνατο των καταδίκων, έσπασαν τα σκέλη των δύο ληστών. Στον Ιησού όμως δεν έπραξαν το ίδιο, καθώς είδαν ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά ένας στρατιώτης τρύπησε με το δόρυ του τη δεξιά πλευρά του Κυρίου. Αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό.
    Επειδή κόντευε να βραδιάσει, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, κρυφός μαθητής του Κυρίου, παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος του έδωσε την άδεια. Κάποια στιγμή ήρθε στον Γολγοθά κι ένας ακόμα κρυφός μαθητής του Κυρίου, ο Νικόδημος, φέρνοντας μύρα για την ταφή. Έτσι ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο και κάποιες γυναίκες, με ιερό δέος και ευλάβεια, αποκαθήλωσαν το σώμα του Κυρίου από τον Σταυρό, το άλειψαν με αρώματα και το τύλιξαν σε σεντόνι. Το ενταφίασαν σε ένα κοντινό μνήμα, μέσα στο οποίο κανείς άλλος δεν είχε ενταφιασθεί.
    Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ημέρα αυτή είναι για μας τους Χριστιανούς η πιο φρικτή και πένθιμη ημέρα, καθώς επιτελούμε τα Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και μάλιστα τον Σταυρό και τον θάνατό του. Είναι όμως και η κοσμοσωτήρια ημέρα της Εκκλησίας μας, διότι από την οδυνηρή αυτή θυσία του Κυρίου απορρέει η άφεση των αμαρτιών μας και η σωτηρία μας. η ημέρα που προκαλεί στην ψυχή μας την πιο βαθιά ευλάβεια και την πιο θερμή ευγνωμοσύνη προς τον Κύριό μας.
    Πώς να μη ραγίσει η ψυχή μας αντικρίζοντας σήμερα τον Χριστό να εξευτελίζεται από μας τους χωματένιους ανθρώπους και να πάσχει τον πλέον οδυνηρό θάνατο; Πώς να μη στενάξουμε βλέποντας τον Πλάστη και Δημιουργό του Κόσμου, τον χορηγό της ζωής να κείται νεκρός χωρίς πνοή, σταυρωμένος από τα πιο αγαπημένα και ευεργετημένα πλάσματά του; Πώς να μην αναλογιστούμε μπροστά τον Σταυρό του, τις αμέτρητες φορές που ο καθένας μας τον προδίδει, τον απαρνείται, γίνεται ουσιαστικά νέος σταυρωτής του;
    Αλλά και πώς να μην ξεσπάσουμε σε ολοκάρδια δοξολογία στον βασιλέα των αγγέλων, όταν αναλογιζόμαστε ότι εκούσια δέχθηκε τον θάνατο και ότι ολοπρόθυμα έσπευσε στο σταυρικό μαρτύριο για τη δική μας σωτηρία;