Βρισκόμαστε στή Νάξο στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Ἕνα βράδυ μέ δυνατό ἄνεμο καί ἀστραπόβροντα μπῆκε νωρίς στό ἀρχοντικό του ὁ καπετάν Γιάννης Πλανᾶς καί τράβηξε ἴσια γιά τό τζάκι, ὅπου κάθονταν ἀμέριμνοι ἡ κυρά του ἡ Αὐγουστίνα μέ τά λατρευτά τους παιδιά, τόν ἑπτάχρονο Νικολάκη καί τή μικρότερη, τή Σουζάνα.

–Τί ἀέρας εἶναι αὐτός ἀπόψε, σέ παίρνει καί σέ σηκώνει, μονολογοῦσε ὁ καπετάνιος γυρνώντας τά τεφτέρια του. Ποῦ νά βρίσκεται ἄραγε μέ τέτοια κακοκαιρία τό πλεούμενό μας, ἡ «Εὐαγγελίστρια»;...

–Στήν Πόλη, στήν ἀνοιχτή θάλασσα βρίσκεται ἡ «Εὐαγγελίστρια», μά πάει τό καράβι μας, πατέρα, χάθηκε, ἀκούστηκε ἡ χαμηλή φωνή τοῦ Νικολάκη, δίχως νά διακόψει τό παιχνίδι.

–Θεός καί Κύριος, φώναξαν θορυβημένοι οἱ Πλανάδες καί σταυροκοπήθηκαν. Τί κακομελετᾶς, παιδάκι μου;

Περίμεναν μέ ἀγωνία νά ξημερώσει, νά μάθουν τήν ἀλήθεια, πού δέν ἄργησε νά ἔρθει. Ἀνάμεσα στά ναυάγια μέ τή φοβερή κακοκαιρία, ἦταν καί ἡ «Εὐαγγελίστρια».

Κι ἄλλες φορές ἐπαληθεύονταν τά ἁπλά παιδικά λόγια τοῦ Νικολάκη, τόν ὁποῖο συχνά πυκνά τόν ἔβρισκαν στό κτῆμα τους, στό ἐκκλησάκι τό ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Νικόλα, φορώντας σεντόνι νά ψάλλει ὅ,τι ἤξερε.

Εἶναι ζήτημα ἄν κατάφερε νά φοιτήσει σέ καμιά τάξη τοῦ παλαιοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολείου. Τόν ἀπασχολοῦσε πολύ ὁ πατέρας του στίς δουλειές καί σέ θαλασσινά ταξίδια. Ἔμαθε τά κοινά γράμματα ἀπό ἕνα γείτονά του ἱερέα. Ζωή του ἦταν ἡ Θεία Λειτουργία καί ἡ μελέτη τῶν Ἁγίων, ἰδιαίτερα τοῦ συμπατριώτη του Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη καί τοῦ Πατροκοσμᾶ.

Ἐγκαθίστανται μέ τή μητέρα καί τήν ἀδελφή του στήν Ἀθήνα, ὅταν ὁ πατέρας του ταξίδεψε γιά τόν οὐρανό. Στεφανώνεται, καί λίγους μῆνες μετά χειροτονεῖται ἱερέας κάνοντας πράξη τό ὄνειρο τῆς ζωῆς του. Τή χαρά τῆς γέννησης τοῦ μονάκριβου γιοῦ τους, τοῦ Γιαννάκη, σκιάζει ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τῆς πρεσβυτέρας του. Ἀπό τότε γίνεται ἕνας ἀσκητής παπάς μέσα στόν κόσμο προσφέροντας ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό του στήν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας Ἰλισσοῦ, ὁ ναός τῆς Ἀθήνας, χάρη στόν παπα­Νικόλα γέμιζε μέ πιστούς, κάτι ὅμως πού ἀντί γιά χαρά προκάλεσε τόν φθόνο κάποιων. Αὐτοί χωρίς καμιά αἰτία, ζήτησαν καί πέτυχαν νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἐνορία του. Ἡ ἀδικία ἔφερε δάκρυα στά μάτια καί πόνο στήν καρδιά του. Ὅμως, τοῦ παρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας καί τόν παρηγόρησε! Συνέχισε μέ τόν ἴδιο ζῆλο τή διακονία του στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Κυνηγό, ἕνα κλειστό ἐρημοκκλησάκι, μέσα σέ χωράφια στήν ὁδό Βουλιαγμένης. Ἐκεῖ κατέφυγε καί ἔδωσε σιγά σιγά ζωή. Συνέχιζε παράλληλα τίς ἀγρυπνίες μέ ψάλτη τόν Παπαδιαμάντη στόν Ἅγιο Ἐλισαῖο, ὅπου εἶχε χειροτονηθεῖ ἱερέας.

Πέρασε ὅλη τή ζωή του χωρίς νά ἀποκτήσει τίποτα. Μοίραζε τήν περιουσία του σέ φτωχούς καί ἀρρώστους. Ἔδινε τούς παράδες του, γιά νά παντρέψει ὀρφανά κορίτσια ἤ γιά τά βιβλία ἄπορων μαθητῶν. Ὅ,τι τοῦ ἔδιναν γιά νά λειτουργήσει καί νά μνημονεύσει –γιατί τότε οἱ ἱερεῖς ζοῦσαν ἀπό τους ἐνορίτες– ἀπό τό ἕνα χέρι τά ἔπαιρνε καί μέ τό ἄλλο τά ἔδινε. Δέν νοιαζόταν γιά τό αὔριο. Ζοῦσε σάν πετεινό τοῦ οὐρανοῦ.

«Γνωρίζω», γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, «ἕναν ἱερέα εἰς τάς Ἀθήνας, πού εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καί ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Διά πᾶσαν ἱεροπραξίαν, ἄν τοῦ δώσεις μίαν δραχμήν ἤ μίαν δεκάραν, τά παίρνει. Ἄν δέν τοῦ δώσεις τίποτε, δέν ζητεῖ».


«Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τά μνημονευτέα ὀνόματα τῶν τεθνεώτων, ἀφοῦ ἅπαξ τοῦ τό δώσης, τό κρατεῖ διά πάντοτε. Εἰς κάθε προσκομιδήν, μνημονεύει δύο, τρεῖς χιλιάδες ὀνόματα».

Ὅλη του ἡ ζωή εἶναι γεμάτη ἀπό θαυμαστά γεγονότα!

• Ἕνα πνευματικοπαίδι του, φαρμακοποιός, τοῦ ἔφτιαξε ἕνα τονωτικό φάρμακο πού περιεῖχε θεραπευτικό δηλητήριο. Τοῦ τό ἔδιναν λοιπόν γιά ἀσφάλεια οἱ δικοί του, σέ πολύ μικρές δόσεις. Κάποιο πρωί ὅμως, καθώς ἔφευγε βιαστικός ἀπό τό σπίτι γιά τή Θεία Λειτουργία, πῆρε ἀμέριμνος ἀντί γιά τό νάμα, τό φάρμακο γιά τή Θεία Κοινωνία. Στό τέλος κατέλυσε ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, δίχως νά αἰσθανθεῖ καμία ἐνόχληση! Ὅταν ἀντιλήφθηκαν οἱ δικοί του τό λάθος, ἔτρεξαν ἔντρομοι στόν Ἁι-Γιάννη. Ἔμειναν ὅμως ἔκπληκτοι, ὅταν τόν εἶδαν χαμογελαστό, ἀκέραιο νά ἀναχωρεῖ ἀπό τό ἱερό!

• Ὅταν ἔβρεχε, τόν ἀκολουθοῦσε θεία σκέπη καί δέν τοῦ ἔβρεχε οὔτε σταγόνα τά ράσα του!

• Ξεκίνησε ἕνα πρωί νά πάει μέ τά πόδια σ ̓ ἕνα ἐρημοκκλήσι στό Περιστέρι γιά Λειτουργία. Ἔχασε ὅμως τόν δρόμο στά χωράφια. Προχωροῦσε στενοχωρημένος καί προσευχόμενος. Βλέπει μπροστά του ἕνα νέο: «Ἔχασες τόν δρόμο, πάτερ μου; Νά σέ ὁδηγήσω ἐγώ». Ἔφτασαν στήν πόρτα τοῦ ἐρημοκκλησιοῦ κι ὅταν γύρισε νά τόν εὐχαριστήσει, ἔλαμψε καί χάθηκε. Ἦταν Ἄγγελος!

Φέτος, τό 2021, συμπληρώνονται 170 χρόνια ἀπό τή γέννηση τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ στή Νάξο. Τοῦ παπα­Νικόλα, πού ζοῦσε ἀγγελικά καί νικοῦσε τούς δαίμονες ἑνωμένος μέ τόν Δεσπότη Χριστό. Ἡ ψυχή του θερμαινόταν ὁλοένα καί περισσότερο ἀπ ̓ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ὁ νοῦς του φωτιζόταν. Ἡ φωτιά τῆς Θείας Κοινωνίας, πού τόσο συχνά δεχόταν μέσα του, τόν ἁγίαζε. Λάτρευε τόν Θεό καί Τόν κοινωνοῦσε 50 χρόνια καθημερινά, χωρίς νά ἐπηρεάζεται ἀπό χιόνια, καύσωνες, πολέμους στήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Πρόσφερε  καθημερινά  στό  Ἅγιο  Θυσιαστήριο  τήν ἀναίμακτη θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί μέ τή Χάρη της, στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς του τή θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του γιά ὅλους ὅσους τόν πλησίαζαν. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀπό τό 1992 πού ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἀνακήρυξή του ὡς Ἁγίου, τόν τιμᾶ στίς 2 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοίμησής του πού συγκλόνισε τήν ἀθηναϊκή κοινωνία.

Στίς μέρες μας, πού ἁπλώνεται φόβος καί ἀγωνία στίς καρδιές μικρῶν καί μεγάλων, ἄς διδαχθοῦμε ἀπό τή θαυμαστή ζωή του,  τήν  ἀκλόνητη  πίστη  καί ἐμπιστοσύνη του στήν Παντοδυναμία  τοῦ  Θεοῦ,  τή  θερμή ἀγάπη του σέ Κεῖνον. Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του.

Περ. "Πρός τή ΝΙΚΗ"
Τεύχος Μαρτίου 2021