Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Φεβρουαρίου 2021 , ΙΖ' Ματθαίου (Ματθ. ιε' 21-27)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ, γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν, αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἠρώτουν αὐτὸν, λέγοντες· Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς, εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνει αὐτῷ, λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦ, εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

***

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

(Απόσπασμα από την ομιλία ΝΒ΄ από το Υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)

«Και αφού έφυγε από κει ο Ιησούς, αναχώρησε προς τα μέρη της Τύρου και Σιδώνας. Τότε μια γυναίκα Χαναναία που βγήκε από τα σύνορα εκείνα, Του φώναξε δυνατά: ‘’Ελέησέ με, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ. Η κόρη μου κατέχεται από δαιμόνιο και υποφέρει φρικτά» 

Πρόσεξε λοιπόν πως η γυναίκα ήταν άξια κάθε ευεργεσίας, αφού ούτε καν τόλμησε να έλθει στα Ιεροσόλυμα, επειδή φοβούνταν και θεωρούσε ανάξιο τον εαυτό της. Διότι το ότι θα μπορούσε να φθάσει εκεί, αν δεν ήταν αυτή η αιτία, φαίνεται καθαρά από τη μεγάλη επιμονή της τώρα, και από το ότι βγήκε έξω από τα σύνορά της.

Καθόσον και ο Χριστός εξήλθε από τα όριά Του, και η γυναίκα από τα δικά της όρια, και έτσι μπόρεσαν να συναντηθούν.  

Ο ευαγγελιστής αναφέρει την ιδιότητα της γυναίκας για να κάνει φανερό το θαύμα και να την εξυμνήσει περισσότερο. Διότι ακούγοντας ότι ήταν Χαναναία, φέρε στη σκέψη σου εκείνα τα παράνομα ειδωλολατρικά έθνη, που ανέτρεψαν εκ θεμελίων τους νόμους της φύσεως. Αφού πάλι θυμηθείς αυτά, τότε αναλογίσου και τη δύναμη της παρουσίας του Χριστού. Διότι αυτοί που είχαν εκδιωχθεί, για να μη διαφθείρουν τους Ιουδαίους, αυτοί φάνηκαν τόσο περισσότερο πρόθυμοι από τους Ιουδαίους, ώστε και να εξέλθουν από τα όρια της χώρας τους και να πλησιάσουν τον Χριστό, ενώ εκείνοι Τον εκδίωκαν και όταν ερχόταν προς αυτούς.

Αφού λοιπόν Τον πλησίασε, τίποτε άλλο δεν Του λέγει, παρά μόνο «ελέησέ με», και με την κραυγή της προσείλκυσε πολύ πλήθος ανθρώπων. Καθόσον πράγματι ήταν θέαμα ελεεινό να βλέπει κανείς μία γυναίκα να φωνάζει με τόσο πόνο και μάλιστα γυναίκα μητέρα και να παρακαλεί για τη θυγατέρα της, και μάλιστα για τη θυγατέρα της που βρισκόταν σε τόσο θλιβερή κατάσταση. Διότι ούτε καν τόλμησε να φέρει τη δαιμονισμένη μπροστά στα μάτια του Διδασκάλου, αλλά αφού την άφησε κατάκοιτη στο σπίτι, έρχεται η ίδια να Τον παρακαλέσει.

Και αναφέρει μόνο το πάθος της και δεν προσθέτει τίποτε επιπλέον, ούτε φέρει τον ιατρό στο σπίτι της.

 Αλλά αφού ανέφερε και τη συμφορά της και τη χειροτέρευση της ασθένειας, επικαλείται την ευσπλαχνία του Κυρίου φωνάζοντας δυνατά. Και δεν λέγει «ελέησε τη θυγατέρα μου», αλλά «ελέησέ με». «Διότι εκείνη μεν δεν έχει συναίσθηση της ασθένειάς της, εγώ όμως είμαι εκείνη που υποφέρω από μύρια κακά, που συναισθάνομαι την ασθένειά μου, που το γνωρίζω ότι είναι μανιακή».

«ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον: Ο Κύριος όμως δεν της αποκρίθηκε ούτε λέξη)». Γιατί αυτό το πρωτάκουστο και παράξενο; Τους μεν Ιουδαίους παρόλη την αχαριστία τους δεν παύει να τους συμβουλεύει, και αν και Τον βλασφημούν, τους παρακαλεί, και μολονότι Τον πειράζουν, δεν τους εγκαταλείπει. Αυτήν όμως που τρέχει κοντά Του και Τον παρακαλεί και Τον ικετεύει και δείχνει τόση ευλάβεια, αν και δεν ανατράφηκε με τον νόμο και τους προφήτες, αυτή δεν τη θεωρεί άξια ούτε καν να της απαντήσει. Ποιον δε θα ήταν δυνατόν να σκανδαλίσει αυτή η ενέργεια, όταν έβλεπε αυτά που γίνονταν να είναι αντίθετα προς τη φήμη της ευσπλαχνίας του Ιησού; Καθόσον άκουσαν ότι περιόδευε τα χωριά και θεράπευε· αυτήν όμως που ήλθε μόνη της την απομακρύνει από κοντά Του. Ποιον δε θα ήταν δυνατόν να συγκινήσει το πάθος και η παράκληση, που έκανε για τη θυγατέρα της, η οποία βρισκόταν σε τόσο κακή κατάσταση; Διότι ούτε προσήλθε, θεωρώντας τον εαυτό της άξιο, ούτε αυτό που ζητούσε, το ζητούσε σαν οφειλή, αλλά απλώς παρακαλούσε να την ευσπλαχνιστεί και τη συμφορά της μόνο θρηνολογούσε, και παρ’ όλ’ αυτά δε θεωρείται ούτε καν άξια να τύχει απαντήσεως.

Ίσως πολλοί από αυτούς που άκουγαν σκανδαλίστηκαν, εκείνη όμως δε σκανδαλίστηκε. Και γιατί λέγω από αυτούς που άκουγαν; Καθόσον έχω τη γνώμη ότι και οι ίδιοι οι μαθητές θα ένιωσαν κάτι για τη συμφορά της γυναίκας και ότι θα ταράχτηκαν και θα λυπήθηκαν. Αλλά όμως παρόλο που ταράχτηκαν, δεν τόλμησαν να Του πουν: «χάρισέ της αυτό που ζητεί». Αλλά αφού Τον πλησίασαν οι μαθητές Του Τον παρακαλούσαν, λέγοντας: «ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν (Πες της να φύγει διότι κραυγάζει πίσω μας)».

Και εμείς βέβαια όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον, του λέμε πολλές φορές τα αντίθετα. Ο Χριστός όμως απάντησε: «Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους».

Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα, όταν άκουσε αυτά; Σιώπησε και έφυγε; Ή εγκατάλειψε την προθυμία της; Κάθε άλλο· αλλά αντίθετα έγινε περισσότερο ορμητική. Δεν ενεργούμε όμως και εμείς έτσι· αλλά όταν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά μας, απομακρυνόμαστε, ενώ ακριβώς για τον λόγο αυτόν πρέπει να επιμένουμε περισσότερο. Αν και ποιον δε θα ήταν δυνατόν να απογοητεύσει εκείνος τότε ο λόγος; Ακόμη και η σιωπή μόνο ήταν αρκετή να την οδηγήσει σε απελπισία, ενώ η απάντηση συντελούσε να αυξηθεί ακόμη περισσότερο η απελπισία της. Διότι το να διαπιστώσει ότι μαζί με αυτήν περιήλθαν σε αμηχανία και οι συνήγοροί της, και το να αντιληφθεί ότι το πράγμα είχε φθάσει στο απροχώρητο, ήταν κάτι που μπορούσε να την οδηγήσει σε απερίγραπτη απορία.

Και όμως δεν τα έχασε η γυναίκα· αλλά όταν είδε ότι οι προστάτες της δεν είχαν καμία δύναμη, έδειξε την ωραία...αδιαντροπιά της. Διότι πριν από αυτό δεν τολμούσε ούτε μπροστά Του να παρουσιαστεί. Διότι, λέγει, «φωνάζει πίσω από εμάς»· όταν όμως όπως ήταν φυσικό, έπρεπε να φύγει ακόμη πιο μακριά, λόγω της αμηχανίας που την κατέλαβε, τότε και πλησιάζει ακόμη περισσότερο και προσκυνεί τον Κύριο, λέγοντας: «Κύριε, βοήθει μοι!  Τι σημαίνει αυτό, γυναίκα; Μήπως έχεις περισσότερο θάρρος από τους αποστόλους; Μήπως έχεις μεγαλύτερη δύναμη; «Θάρρος και δύναμη», λέγει, «δεν έχω καθόλου, απεναντίας είμαι γεμάτη από ντροπή, αλλά όμως αυτήν την αναισχυντία προβάλλω σαν παράκλησή μου· θα σεβαστεί το θάρρος μου». Και τι σημασία έχει αυτό; Δεν Τον άκουσες να λέγει ότι «Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους»; «Τον άκουσα», λέγει, «αλλά Αυτός είναι ο Κύριος». Για τον λόγο αυτόν δεν Του έλεγε «παρακάλεσε και προσευχήσου» αλλά «βοήθησέ με».

Τι έκανε λοιπόν ο Χριστός; Δεν αρκέστηκε ούτε σε αυτά, αλλά μεγαλώνει και πάλι την αμηχανία της λέγοντας· «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια». Και όταν της έκανε την τιμή να της ομιλήσει, τότε την πλήγωσε ακόμη περισσότερο, παρά με τη σιωπή Του. Και δε μεταφέρει πλέον σε άλλον την αιτία, ούτε λέγει : «δεν είναι αυτή η αποστολή μου», αλλά όσο εκείνη μεγάλωνε την παράκλησή της, τόσο και Εκείνος αύξανε την άρνησή Του. Και δεν τους ονομάζει πλέον αυτούς «πρόβατα», αλλά «τέκνα», και αυτήν την ονομάζει «σκυλάκι».

Τι κάνει λοιπόν η γυναίκα; Από τις ίδιες λέξεις του Κυρίου συνθέτει την υπεράσπισή της. «Διότι», λέγει, «αν και είμαι πράγματι σκυλάκι, δεν είμαι όμως ξένη».

Η μεν γυναίκα φιλοσοφεί και αποκαλύπτει όλη την καρτερία και την πίστη της, παρ’ όλες τις προσβολές που δέχεται. Ενώ εκείνοι αν και θεραπεύονται και τιμώνται από Αυτόν, Τον πληρώνουν με τα αντίθετα. «Το ότι η τροφή  είναι αναγκαία για τα τέκνα», λέγει η Χαναναία, «το γνωρίζω και εγώ, πλην όμως αυτό σε τίποτε δεν εμποδίζει εμένα, που είμαι σκυλάκι. Διότι αν δεν είναι σωστό το σκυλάκι να πάρει, ούτε στα ψίχουλα θα είναι σωστό να έχει μερίδιο· αν όμως πρέπει να έχει έστω και μικρό μερίδιο, τότε ούτε εγώ εμποδίζομαι, έστω και αν είμαι σκυλάκι. Αλλά ακριβώς για τον λόγο αυτόν δικαιούμαι να έχω μερίδιο σε αυτήν, επειδή είμαι σκυλάκι».

Για τον λόγο αυτόν ανέβαλλε ο Χριστός· διότι γνώριζε ότι θα μιλούσε έτσι. Για τον λόγο αυτόν αρνιόταν τη δωρεά, για να φανερώσει την όλη ευσέβειά της. Διότι εάν δεν επρόκειτο να της δώσει, ούτε και μετά από αυτά θα της έδινε, αλλά και ούτε πάλι θα ήταν δυνατόν να την αποστομώσει. Αυτός όμως όπως κάνει στην περίπτωση του εκατόνταρχου που του λέγει: «Θα έλθω εγώ στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω», για να μάθουμε την ευλάβειά του και να τον ακούσουμε να λέγει: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου. Αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα γιατρευθεί ο δούλος μου».

Και αυτό ακριβώς που κάνει και στην αιμορροούσα, που της λέγει: «Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική», για να κάνει φανερή σε όλους την πίστη της και όπως ενήργησε στην περίπτωση της Σαμαρείτιδας, για να δείξει πως δεν απομακρύνεται ούτε και μετά τον έλεγχο που της έκανε, το ίδιο κάνει και στην περίπτωση αυτήν. 

Διότι δεν ήθελε να μείνει κρυμμένη η τόσο μεγάλη αρετή της γυναίκας. Ώστε δεν ήσαν λόγια προσβλητικά τα όσα της έλεγε, αλλά λόγια προκλητικά με σκοπό να αποκαλύψει τον κρυμμένο θησαυρό.

Εσύ όμως σε παρακαλώ, πρόσεξε μαζί με την πίστη της και την ταπεινοφροσύνη της. Διότι ο μεν Κύριος ονόμασε «παιδιά» τους Ιουδαίους, αυτή όμως δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά τους ονομάζει και «κυρίους». Τόσο πολύ απείχε από το να λυπάται για τα εγκώμια για τους άλλους. Διότι λέγει «ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν (Ναι, Κύριε˙ δέχομαι ότι είμαι σκυλάκι. Διότι και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους)». Είδες σύνεση γυναικός, που ούτε καν τόλμησε να φέρει αντίρρηση, που ούτε καν πληγώθηκε από τους επαίνους των άλλων, και ούτε αγανάκτησε από την προσβολή; Είδες υπομονή; Αυτός έλεγε «δεν είναι καλό», ενώ εκείνη απαντούσε «ναι, Κύριε». Αυτός ονόμαζε τους Ιουδαίους «παιδιά», ενώ εκείνη «κυρίους». Αυτός την ονόμασε «σκυλάκι», ενώ εκείνη πρόσθεσε και το έργο του σκυλιού.

Είδες την ταπεινοφροσύνη της; ονομάζει τον εαυτό της «σκυλάκι» και τους Ιουδαίους «κυρίους»· και ακριβώς για τον λόγο αυτόν έγινε τέκνο. Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός προς αυτήν; «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις».

Ακριβώς για τον λόγο αυτόν ανέβαλλε ο Χριστός το θαύμα, για να βροντοφωνάξει αυτόν τον λόγο, για να στεφανώσει τη γυναίκα: «Ας γίνει όπως ακριβώς θέλεις».

Εσύ όμως σε παρακαλώ, πρόσεξε πως, ενώ νικήθηκαν οι απόστολοι και δεν κατόρθωσαν τίποτε, αυτή πέτυχε τόσο μεγάλη ωφέλεια. Τόσο μεγάλη δύναμη έχει η επιμονή στην προσευχή. Καθόσον θέλει για τις δικές μας υποθέσεις να Τον παρακαλούμε μάλλον εμείς που είμαστε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για εμάς. Μολονότι βέβαια οι απόστολοι είχαν περισσότερο θάρρος, όμως αυτή έδειξε περισσότερη υπομονή. Με το τελικό αποτέλεσμα μάλιστα ο Κύριος δικαιολογήθηκε προς τους μαθητές Του για την αναβολή και τους απέδειξε ότι δικαιολογημένα αρνήθηκε όταν αυτοί Του το ζήτησαν.

Και ένας άλλος ιερός πατήρ της Εκκλησίας μας, ο Όσιος Βασίλειος επίσκοπος Σελευκείας σημειώνει γι’ αυτήν την ευαγγελική περικοπή:

Ω πίστις! Ω ευλάβεια Χαναναίας! Τι κάνει λοιπόν ο Σωτήρ; Αποκαλύπτει τι έκρυβε η σιωπή: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»! Γι’ αυτό ανέβαλα την χάρη, για να δείξω την πίστη σου. Δεν σιωπούσα ως απάνθρωπος, αλλά ησύχαζα ως προγνώστης. Περίμενα να φανεί όλη σου η πίστις. Ήθελα να διδαχθούν οι παρόντες τι μαργαρίτης εκρύπτετο σε γυναίκα Χαναναία. Σου ανοίγω όλο το τραπέζι της θεραπείας, και σου χαρίζω όχι σαν σε κυνάριο τα ψίχουλα, αλλά ως θυγατέρα τον άρτον. Εσύ μεν ενίκησες με την πίστη τους Ιουδαίους, εγώ δε με την δωρεά το αίτημά σου. «Γενηθήτω σοι ως θέλεις».  

 Ας αναζητήσωμε την πίστη, τον στέφανον της Εκκλησίας. Ας αγαπήσωμε την πίστη, την αστραπή της οποίας δεν υποφέρουν οι δαίμονες. Την πίστη, το κεφάλαιον των μαθητών του Χριστού. Ας ακούσωμε τον Παύλο που φωνάζει: «Στήκετε εν τη πίστει». «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», ώστε να ακούσωμε και εμείς τον Δεσπότη να μας λέγη: «Γεννηθήτω υμίν ως θέλετε».  Αμήν!