Η εποχή μας και ο σημερινός πολιτισμός δυστυχώς έχει απομακρυνθεί από το όραμα και την αναζήτηση της αγιότητας. Η ορθόδοξη πίστη όμως στηρίζεται στην παρουσία των αγίων. Χωρίς αυτούς η Εκκλησία μας οδεύει προς την εκκοσμίκευση. Φυσικά όπως γνωρίζουμε από την Αγία Γραφή «Άγιος» είναι μόνο ο Θεός και η αγιότητα πηγάζει από την σχέση μας με Αυτόν, άρα η αγιότητα είναι θεοκεντρική και όχι ανθρωποκεντρική.
Η αγιότητα του ανθρώπου εξαρτάται από τη δόξα και τη χάρη του Θεού και από την ένωσή του με Αυτόν και δεν οφείλεται στις αρετές του. Ο αγιασμός προϋποθέτει την ελεύθερη θέληση του αγιασμένου. Όπως αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο άνθρωπος προσφέρει μόνο την προαίρεσή του. Χωρίς αυτήν δεν ενεργεί ο Θεός. Και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επαναλαμβάνει ότι αποδίδουμε τιμή στους αγίους «ως ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον και τη τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, όπερ αυτός εστί φύσει». Οι άγιοι δεν επιζητούν να δοξαστούν, αλλά να δοξάσουν τον Θεό, γιατί αγιότητα σημαίνει μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού.
Πηγή της αγιότητας στην ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Θεία Ευχαριστία. Κοινωνώντας τον μόνον άγιο, τον Ιησού Χριστό, γινόμαστε άγιοι. Τα «άγια», το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δίνονται «τοις αγίοις», στα μέλη της Εκκλησίας προς κοινωνία. Η αγιότητα ακολουθεί την Θεία Κοινωνία. Οι ασκητικοί αγώνες των Οσίων, δεν είναι σκοπός αλλά μέσον, που οδηγεί στον σκοπό που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία, η τελειότερη και πληρέστερη ένωση με τον μόνον άγιο. Στην Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών», βλέπουμε να συνδέεται ο αγιασμός με τη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε να έλθει η Βασιλεία Του στον κόσμο, ώστε όλοι οι άνθρωποι να δοξολογούν τον Θεό και να μετέχουν στην αγιότητα και τη δόξα Του, αυτό που ονομάζουμε θέωση.
Η Βασιλεία του Θεού και η θέωση των αγίων είναι μια αιώνια προέκταση της Θ. Λειτουργίας μέσα στο χώρο και τον χρόνο, όπως γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Οι άγιοι μετέχοντας στη Θ. Ευχαριστία γίνονται θεοί κατά χάριν, έχουν όμως την συνείδηση ότι «έχουν τον θησαυρόν εν οστρακίνοις σκεύεσιν» και βλέπουν «εν εσόπτρω και εν αίνίγματι» και αναμένουν και προσδοκούν πότε θα ανοίξει η πύλη του ουρανού να δουν τον Θεό «καθώς εστί». Ο αγώνας τους εναντίον των παθών και των δαιμόνων είναι συνεχής και πιστεύουν ότι όλοι οι άλλοι θα πάνε στον Παράδεισο εκτός από αυτούς. Αναγνωρίζουν την μηδαμινότητα και την αναξιότητά τους, δεν πιστεύουν στην ηθικότητα και αξιοσύνη τους και με την ταπείνωση που βιώνουν, βλέπουν τους άλλους ως αγίους, ιδιαίτερα όταν τους αποδίδουν τιμές. Αυτό οφείλεται στην αγάπη που είναι η μόνη που δεν θα καταργηθεί στη Βασιλεία του Θεού.
Δείγμα της αγάπης προς τον Θεό είναι ο προσωπικός τους αγώνας για να τηρούν τις εντολές Του. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη και ετοιμάζει τον τόπο να κατασκηνώσει η Χάρη. Το ασκητικό και μαρτυρικό φρόνημα χαρακτήριζε όλους τους αγίους. Η άσκηση είναι, κατά τον Άγιον Ισαάκ, η μητέρα του αγιασμού «εξ ου γεννάται η πρώτη γεύσις της αισθήσεως των μυστηρίων του Χριστού». Ἠ όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής «Ο Άγιος δι’ εκουσίου νεκρώσεως, αρνηθείς πάντα τα κακά και τα πάθη… ξένον εαυτόν του βίου και παρεπίδημον παρέστησε, κόσμω τε γαρ και σώματι και ταις εξ αυτών επαναστάσεσι γενναίως μαχόμενος… αδούλωτον εαυτώ εφύλαξεν της ψυχής το αξίωμα».
Ένα τέτοιο δοχείο της χάριτος, κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, μία από τις σπουδαιότερες και αγιασμένες μορφές των ημερών μας, πολύ μεγάλη Γεροντική και οσιακή μορφή, γνήσιος φίλος του Θεού ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης.
Ήταν ζωντανή ενσάρκωση του ευαγγελίου, έχοντας ως προορισμό τον αγιασμό του. Από μικρό παιδί του άρεσαν οι προσευχές, πήγαινε στα διάφορα εξωκκλήσια, άναβε τα καντήλια και προσευχόταν στους αγίους. Σ’ ένα εξωκκλήσι του χωριού του, επανειλημμένως αξιώθηκε, να μιλήσει με την Αγία Παρασκευή. Υπάκουσε στην κλήση του Θεού που του έγινε από μικρό παιδί, απαρνήθηκε τον εαυτό του και σήκωσε τον σταυρό του Χριστού μέχρι την τελευταία του αναπνοή. Το 1951, πήγε στη Μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος, όπου τον υποδέχτηκε με θαυμαστό τρόπο ο ίδιος ο Όσιος.
Εκάρη μοναχός τον Νοέμβριο του 1952. Ως μοναχός έκανε αγόγγυστη υπακοή και δεν έκανε τίποτα χωρίς την ευλογία του ηγουμένου. Πολλές φορές περπατούσε τέσσερεις και πέντε ώρες για να συναντήσει τον Γέροντά του, που ασκώντας και εφημεριακά καθήκοντα βρισκόταν στην κωμόπολη της Λίμνης. Η βία που ασκούσε στον εαυτό του ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Δεν συγκατάβαινε εύκολα στον εαυτό του. Έζησε μέσα σε απίστευτες δοκιμασίες και πειρασμούς. Η μεγάλη φτώχεια της Μονής, το παγωμένο κελί του με τα χαλασμένα παντζούρια, που από τις χαραμάδες τους περνούσε ο κρύος αέρας και το χιόνι, η στέρηση των απολύτως αναγκαίων αγαθών και των χειμερινών ακόμη ρούχων και παπουτσιών, τον έκαναν να τρέμει σύγκορμος και να αρρωσταίνει συχνά. Υπέμεινε τον πνευματικό, τον αόρατο αλλά και τον αισθητό πόλεμο του σατανά, που συντριβόταν από την υπακοή, την προσευχή, την πραότητα και την ταπείνωσή του. Πολέμησε τους εχθρούς οπλισμένος με τα όπλα, τα οποία μας χαρίζει η Αγία μας Εκκλησία· τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή.
Η άσκησή του ήταν τρομακτική. Η τροφή που κατανάλωνε ήταν τόση, όση καταναλώνει ένα πουλάκι, όπως γράφει ο βιογράφος του. Κοιμόταν καταγής δύο ώρες το εικοσιτετράωρο. Όλη η νύκτα ήταν αφιερωμένη στην προσευχή. Για τον αγώνα του έλεγε: «Εγώ δεν κάνω τίποτε, ό,τι κάνω ο Θεός το κάνει, ο Όσιος Δαβίδ μου τα φτιάχνει».
Η ταπείνωσή του, παροιμιώδης και συγκλονιστική, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Τα δαιμόνια, που βρίσκονταν μέσα στους δαιμονισμένους, που πήγαιναν στο μοναστήρι, αφού τον έβριζαν του έλεγαν στη συνέχεια: «Θέλουμε να σε συντρίψουμε, θέλουμε να σ’ εξουδετερώσουμε, θέλουμε να σ’ εξαφανίσουμε, αλλά δεν μπορούμε, διότι έχεις ταπείνωση». Διαρκώς πρόβαλλε τη δική του αγραμματοσύνη, τη δική του ανεπάρκεια, τη δική του ταπεινότητα. Πολύ χαρακτηριστικό ήταν και το γεγονός ότι, όταν μιλούσε, κάθε λίγο και λιγάκι έλεγε «με συγχωρείτε». Συνεχώς ζητούσε συγγνώμη από τους ανθρώπους, δείχνοντας το ταπεινό φρόνημά του. Όταν κάποτε τον κάλεσαν να επισκεφθεί το μοναστήρι, τον Άγιο Γεώργιο Αρμά, που ήταν τότε ηγούμενος ο μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης, απάντησε: «Πατέρες, εγώ είμαι ψόφιο σκυλί, τί νάρθω να κάνω σε σας, να μολύνω τον αέρα;». Είχε πάντα την αίσθηση ότι δεν είναι τίποτα.
Και όταν έγινε ηγούμενος πάντοτε ομολογούσε ότι ό,τι γινόταν στο μοναστήρι δεν το έκανε αυτός . Έλεγε: «εδώ ηγούμενος είναι ο Όσιος Δαβίδ». Όταν λειτουργούσε με άλλους ιερείς πήγαινε στη γωνία της Αγίας Τράπεζας αφήνοντας τους άλλους να προΐστανται. Όταν του έλεγαν «Γέροντα, μα δεν είναι δυνατόν, είσαστε ο ηγούμενος της Μονής». «Παιδί μου, παιδί μου, όχι, εδώ ηγούμενος είναι ο όσιος Δαβίδ».
Ο Γέροντας Ιάκωβος αν και δεν επιθυμούσε αξιώματα, δέχτηκε κάνοντας υπακοή, να χειροτονηθεί από τον μακαριστό επίσκοπο Χαλκίδος Γρηγόριο διάκονος στις 18 Δεκεμβρίου του 1952 και την επομένη ιερέας. Ο Μητροπολίτης στο λόγο του μετά τη χειροτονία του είπε: «Και συ παιδί μου, θ΄ αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη του Θεού και θα σε ανακηρύξει η Εκκλησία». Ο λόγος του ήταν προφητικός. Ηγούμενος έγινε στις 25 Ιουνίου 1975, από το Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο, θέση την οποία κατείχε μέχρι το θάνατό του.
Ως Ηγούμενος συμπεριφερόταν προς τους πατέρες και τους επισκέπτες της Μονής με περισσή αγάπη, κατανόηση και μεγάλη διάκριση. Ήταν δε παροιμιώδης η φιλοξενία του. Χαρακτηριστική ήταν και η διάκριση, με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους. Στον κάθε άνθρωπο, που τον έβλεπε ως εικόνα του Χριστού, είχε πάντοτε να πει ένα καλό λόγο. Ο παρηγορητικός λόγος του, που έμπαινε κατευθείαν μέσα στις καρδιές των ακροατών του, γινόταν αρχή μετάνοιας και πνευματικής ζωής μέσα στην Εκκλησία. Ο Γέροντας είχε το διορατικό και προορατικό χάρισμα που το έκρυβε. Αναγνώριζε το πρόβλημα ή την αμαρτία του κάθε ανθρώπου και τον ήλεγχε με διακριτικό τρόπο. Φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα, έλεγε στον καθένα και με λίγα λόγια αυτό που χρειαζόταν. Ο Όσιος Πορφύριος, έλεγε για το μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο: «Προσέξτε. Αυτός είναι από τους πιο προορατικούς της εποχής μας, αλλά κρύπτεται επιμελώς, για να μην δοξάζεται».
Σε επιστολή του προς την Ιερά Μονή του Όσιου Δαυΐδ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος έγραψε: «…Διά τον μακαριστόν Γέροντα με την φωτεινήν μορφήν ισχύει εκείνο το οποίον έγραφεν ο ιερός Χρυσόστομος διά τον άγιον Μελέτιον Αντιοχείας: «Ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός ην άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν εισαγαγείν».
Η ζωή του ήταν η Θ. Λειτουργία, που τελούσε καθημερινά με φόβο και τρόμο, αφοσιωμένος και μεταρσιωμένος. Μικρά παιδιά και άνθρωποι με καθαρή καρδιά τον έβλεπαν να μην πατάει στη γη ή να τον υπηρετούν άγιοι άγγελοι. Όπως ο ίδιος έλεγε σε ορισμένα πρόσωπα συλλειτουργούσε με Χερουβείμ και Σεραφείμ και με Αγίους. Είδε κατά την διάρκεια της Προσκομιδής Αγγέλους Κυρίου να παραλαμβάνουν τις μερίδες των μνημονευομένων και να πηγαίνουν να τις εναποθέτουν σαν προσευχές στο θρόνο του Χριστού. Όταν, λόγω προβλημάτων υγείας, αισθανόταν αδυναμία, λίγο πριν αρχίσει η Θεία Λειτουργία προσευχότανε και έλεγε: «Κύριέ μου, βλέπεις, δεν μπορώ σαν άνθρωπος, αλλά βοήθησέ με να λειτουργήσω. Απ’ εκεί και πέρα, όπως έλεγε, λειτουργούσα σαν πουλάκι».
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωής του ήταν η σχέση του με τους αγίους. Ζούσε και συνομιλούσε μαζί τους, τους έβλεπε. Είχε μια παρρησία μαζί τους, η οποία εντυπωσίαζε, τόσο με τον Όσιο Δαβίδ το Γέροντα, όσο και τον Όσιο Ιωάννη το Ρώσσο, οι οποίοι, ήταν κυριολεκτικά φίλοι του. Οτιδήποτε κι αν του συνέβαινε, οποιαδήποτε ανάγκη ή προβλήματα κι αν είχε, αμέσως προσέτρεχε στην εικόνα του Οσίου Δαβίδ και του μιλούσε. Τόση ήταν η παρρησία του στον Όσιο Δαβίδ, που έλεγε: «Εγώ τα λέω στο αυτί του Οσίου κι αυτός μου ανοίγει απευθείας γραμμή με τον Κύριο». Όταν επρόκειτο να χειρουργηθεί στο νοσοκομείο της Χαλκίδας, παρακάλεσε με πίστη: «Όσιέ μου Δαβίδ, δεν περνάς από το Προκόπι να πάρεις και τον Όσιο Ιωάννη και να έρθετε εδώ να μου συμπαρασταθείτε, που θα χειρουργηθώ; Αισθάνομαι την ανάγκη της παρουσίας και της συμπαραστάσεώς σας». Σε δέκα λεπτά εμφανίσθηκαν οι δύο Άγιοι και όταν τους είδε ο Γέροντας ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και τους είπε: «Σας ευχαριστώ, που ακούσατε το αίτημά μου κι ήρθατε να με βρείτε εδώ».
Μια από τις πιο γνωστές αρετές του ήταν η ελεημοσύνη. Συνεχώς έδινε και ξανάδινε στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Διέκρινε ποιοί από τους επισκέπτες της Μονής είχαν οικονομικές δυσκολίες. Τους φώναζε τότε ιδιαιτέρως, τους έδινε χρήματα και τους ζητούσε να μη το πουν σε κανένα. Δεν ήθελε ποτέ να γίνονται γνωστές οι ελεημοσύνες που έκανε.
Ένα άλλο χάρισμά του ήταν ότι δια πρεσβειών του Οσίου Δαβίδ έδιωχνε τα δαιμόνια. Διάβαζε τις σχετικές ευχές της Εκκλησίας, σταύρωνε με την Τίμια Κάρα του Οσίου Δαβίδ τους πάσχοντες και με τη χάρη του Θεού, πολλές φορές οι άνθρωποι εκείνοι ελευθερώνονταν.
Ως άριστος πνευματικός πατέρας με τις συμβουλές του έγινε αφορμή χιλιάδες άνθρωποι να επιστρέψουν στο δρόμο του Χριστού. Αγαπούσε τα παιδιά του πάνω από τον εαυτό του. Στη διάρκεια της Εξομολόγησης έβλεπες πράγματι την οσιότητά του. Ουδέποτε έθιξε ή πίκρανε άνθρωπο. Δίκαια τον ονόμασαν «ο Γέρων Ιάκωβος ο γλυκύς».
Πέρασε πολλές και επώδυνες ασθένειες. Έλεγε χαρακτηριστικά: «πήρε ο εωσφόρος την άδεια να πειράξει το σώμα μου». «Ο Θεός επιτρέπει να ταλαιπωρηθεί το σαρκίον μου, το οποίο επί εβδομήντα τόσα χρόνια φέρω, για ένα και μόνο λόγο· για να ταπεινωθώ». Η τελευταία δοκιμασία με την υγεία του ήταν η πάθηση της καρδιάς του, η οποία προέκυψε εξ αίτιας κάποιου πειρασμού που πέρασε.
Είχε τη μνήμη του θανάτου και της μελλούσης κρίσεως. Προείδε μάλιστα το θάνατό του. Παρακάλεσε αγιορείτη ιεροδιάκονο που εξομολόγησε το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991, εκείνης της τελευταίας ημέρας της επιγείου ζωής του να μείνει στο Μοναστήρι ως το απόγευμα για να τον «ντύσει». Ενώ εξομολογούσε σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Σήκω, παιδί μου, επάνω, γιατί στο κελλί μας μπήκε η Παναγία, ο όσιος Δαβίδ, ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος και ο άγιος Ιάκωβος».«-Γέροντα, τί ήρθαν να κάνουνε;» «ήρθαν, παιδί μου, να με πάρουνε». Και την ίδια στιγμή έκαμψε τα γόνατα του κι έπεσε κάτω. Όπως το είχε προειπεί: «εγώ θα φύγω σαν πουλάκι», με μια αναπνοή σαν του πουλιού, έφυγε από τον κόσμο αυτόν, την ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου. Πραγματοποίησε τα δικά του εισόδια στη βασιλεία του Θεού. Ήταν 4.17 το απόγευμα.
Το λείψανό του ήταν εύκαμπτο, ζεστό, οσιακό και η ιαχή που έβγαινε από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων «άγιος άγιος… είσαι άγιος» αποτελούσε μία ομόφωνη μαρτυρία της συνείδησης των πιστών για το μακαριστό πλέον Γέροντα Ιάκωβο. Τώρα, με ιδιαίτερη κι εξαιρετική παρρησία, πρεσβεύει για όλους στο θρόνο του Θεού και συνεχίζει και μετά την οσιακή κοίμησή του, όπως το ομολογούν εκατοντάδες πιστοί να τους ευεργετεί.
pemptousia.gr