Ἀθλιότητα!
Μ |
Ε ΤΟ
ΠΛΟΙΑΡΙΟ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ Γεννησαρέτ,
στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν. Καί μόλις βγῆκε στή στεριά, ἐμφανίστηκε μπροστά του
ἔνας... Μά τί ἄνθρωπος ἦταν αὐτός! Ἄθλιος, φρικτός στή ὄψη καί τό σύνολό του.
Μάτια σκοτεινά, ἄγρια, πεταγμένα ἔξω, μαλλιά, γένια ἀνακατωμένα, λεριασμένα, στόμα
νά βγάζει κραυγές καί κατάρες... Ροῦχο ἐπάνω του τίποτε (ἴσως μόνο κάτι
κουρέλια) καί ὅλο τό σῶμα του καταπληγιασμένο.
Ἦταν, ὁ δύστυχος, δαιμονισμένος. Σέ
σπίτι δέν ἔμενε, παρά στά μνήματα, κι οὔτε κανείς μποροῦσε νά τόν δαμάσει μέ ἀλυσίδες
καί χειροπέδες. Ὅλα τά ‘σπαζε καί γυρνοῦσε στίς ἐρημιές βαστώντας στά χέρια πέτρες
καί μ’ αὐτές τραυματίζοντας τόν ἑαυτό του καί τυχόν διαβάτες πού περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ.
Ὁ φόβος καί ὁ τρόμος ὅλων...
Εἶδε τόν Χριστό κί ἄρχισε ἀπό μακριά
νά τρέχει πρός τό μέρος Του μέ ἄναρθρες κραυγές. Καί μόλις πλησίασε, μέ τρόμο ἔπεσε
στά πόδια Του κί ἄρχισε νά φωνάζει: «Τί σχέση ὑπάρχει μεταξύ μας Ἰησοῦ, Υἱἐ τοῦ
ὑψίστου; Σέ παρακαλῶ, μή μέ βασανίσεις καί μέ στείλεις ἀπό τώρα στήν Κόλαση». Τἀ
‘λεγε αὐτά ἔντρομος ὁ σατανᾶς, ἐπειδή ἤδη ὁ Χριστός τόν διέταξε νά βγεῖ ἀπό ἐκεῖνον.
-Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου; τόν ρώτησε
ὁ Χριστός.
-Λεγεών, ἀπάντησε τό σκοτεινό πνεῦμα,
ἐπειδή δέν ἦταν ἕνα καί δύο μές στόν ἄνθρωπο, ἀλλά χιλιάδες. Καί συνέχισε:
-Σέ παρακαλοῦμε, ἐπίτρεψέ μας νά μποῦμε
σ’ ἐκεῖνα ‘κεῖ τά γουρούνια...
Ἦταν πράγματι ἔνα μεγάλο κοπάδι
χοίρων πού ἔβοσκαν πιό πέρα (τούς ὁποίους μάλιστα παράνομα ἐξέτρεφαν οἱ
κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ ὁ Μωσαϊκός Νόμος ἀπαγόρευε κάτι τέτοιο).
-Μπεῖτε, τούς εἶπε ὁ Χριστός.
Καί ξαφνικά τότε ὅλο τό κοπάδι ἄρχισαν
μ’ ἕνα ξέφρενο τρεχαλητό νά κατευθύνονται πρός τόν γκρεμό καί νά πέφτουν μές στή
θάλασσα, ὅπου καί πνίγονταν.
Τά εἶδαν αὐτά οἱ χοιροβοσκοί, ἔτρεξαν
καί τά εἶπαν στούς κατοίκους τῆς πόλεως. Ἐκεῖνοι ἔντρομοι βγῆκαν νά συναντήσουν
τόν Χριστό. Κι ὅταν ἦρθαν κοντά Του, βρῆκαν τόν πρώην δαιμονισμένο νά κάθεται ἤρεμος
καί σωφρονισμένος στά πόδια Του, ντυμένος τώρα μέ ροῦχα. Ὅλα αὐτά τούς φόβισαν
πολύ. Κι ἄλλο τίποτε δέν παρακάλεσαν τόν Χριστό παρά νά φύγει ἀπό κοντά τους,
γιατί δέν ἄντεχαν τά Τόν ἔχουν ἄλλο ἀνάμεσά τους. Βλέπεις, ἡ παρανομία τους...
Τό δέχθηκε ὁ Κύριος. Μπῆκε μέσα στή
βάρκα γιά νά φύγει. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ θεραπευμένος ἄρχισε νά Τόν παρακαλεῖ
νά τόν πάρει μαζί Του.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Γύρνα πίσω
στό σπίτι σου καί νά διηγεῖσαι σέ ὅλους τί εὐεργεσία σοῦ ἔκανε ὁ Θεός.
Ὑπάκουσε ἐκεῖνος καί ἄρχισε ἀπό τότε
καί στό ἐξῆς νά γυρνᾶ σέ ὅλη τήν περιοχή καί νά κηρύσσει παντοῦ ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ
Κύριος Ἰησοῦς.
***
«καί ἱμάτιον
οὐκ ἐνεδιδύσκετο καί ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν»
Φίλε μου,
δέν χρειάζεται νά σοῦ πῶ πόσο συγκλονιστική εἶναι ἡ ἰστορία αὐτή ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο
πού μόλις διάβασες. Μόνος σου τό ἔχεις ἤδη νιώσει. Μόνο ἕνα θέλω νά σοῦ πῶ, κί ὄχι
μέ πολλά λόγια, γιατί μπορεῖς νά καταλάβεις ἐσύ πολλά:
Παρατήρησε, ἄν θέλεις, ὅτι ὁ
δαιμονισμένος, ὅσο ἦταν κάτω ἀπό τήν κατοχή τοῦ σατανᾶ, οὔτε ροῦχο εἶχε πάνω
του οὔτε στό σπίτι ἔμενε. Ξεντυμένος καί ἔξω συνεχῶς. Μήπως βλέπεις κάποια ἀναλογία
μέ σήμερα; Μήπως ἡ τάση πού ὑπάρχει στίς μέρες μας νά δείχνουν οἱ ἄνθρωποι ἀκάλυπτα
μέρη τοῦ σώματός τους γιά νά κάνουν ἐντύπωση δέν εἶναι τυχαία; Μήπως καί τό ὅτι
φεύγουν ἀπό τό σπίτι καί ὅλη τή νύχτα γυρνοῦν ἔξω... Σοῦ λέει τίποτε αὐτό γιά
τό ποιός ὑποκινεῖ τέτοιες καταστάσεις;
Ἀντιθέτως, παρατήρησες πῶς ἔγινε ὁ ἄνθρωπος
κοντά στόν Χριστό; Συμμαζεύτηκε, σωφρονίστηκε, ἔβαλε ροῦχα, γύρισε σπίτι του.
Βρῆκε τό φυσιολογικό ρυθμό στή ζωή του.
Τί λές μετά ἀπ’ ὅλα αὐτά; Δέν εἶναι
φανερό τό συμπέρασμα;
Ἀρχιμ. Ἀπόστολος Χ. Τσολάκης