«Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον...» ΨΑΛΜΟΣ ΡΙΒ’ [112] 2
Ο εκατοστός δωδέκατος Ψαλμός ανήκει σε μια ομάδα Ψαλμων,
η οποίο λέγεται «Ύμνος» και αναγινωσκόταν στην Λατρεία των Εβραίων για τη
δοξολογία του Ονόματος του Θεού. Έχει επιγραφή «Αλληλούια», που σημαίνει «Αινείτε,
δοξάσατε τον Θεόν». Όλο το περιεχόμενο είναι δοξολογητικό. Με τους εννέα
στίχους του, τους ισάριθμους προς τα τάγματα των αγίων Αγγέλων που δοξολογούν
ακατάπαυστα τον Κύριο, ανυμνείται και μεγαλύνεται Εκείνος που το ύψος του ουρανίου μεγαλείου
Του συγκαταβαίνει και φροντίζει για τον μικρό και αμαρτωλό άνθρωπο.
Σε μια φράση του Ψαλμού, που ψάλλεται μάλιστα αυτολεξεί
και στο τέλος κάθε θείας Λειτουργίας μας, θα επιμείνουμε στη συνέχεια.
Πρόκειται για τη φράση: «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ
αἰῶνος» (Ψαλ. ριβ’ [112] 2).
Τα λόγια αυτά είναι μια ευχή. Εκφράζουν τον πόθο της
καρδιάς του Ψαλμωδού. Ας είναι λέει, το Όνομα Κυρίου ευλογημένο από τώρα και
έως τη συντελεία των αιώνων.
Δεν σημαίνει βέβαια η ευχή αυτή ότι το Όνομα του Κυρίου δεν
ήταν μέχρι τώρα ευλογημένο και ότι θα ευλογηθεί από τώρα και στο εξής. Γιατί
όπως γράφει ο ιερός Χρυστόστομος, ο Θεός «καί ὑψηλός ἐστι καί μέγας καί αἰνετός
καθ’ἑαυτόν» (ΕΠΕ 6, 446). Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δοξολογία, για να
δοξασθεί και να μεγαλυνθεί το Όνομά Του. Έχει από μόνος Του δόξα άπειρη, ασύγκριτη
και ανυπέρβλητη. Εκείνος είναι «ὁ Θεός τῆς δόξης». Έτσι τον χαρακτήρισε ο
πρωτομάρτυρας Στέφανος, που αξιώθηκε να δει ανοικτούς του ουρανούς και «τήν
δόξα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ΄ 2, 55-56). Είναι η πηγή και η αιτία και ο Χορηγός της
δόξας.
Εκείνο που θέλει να μας πει με τα λόγια του αυτά ο
Ψαλμωδός είναι ότι ποθεί να δοξάζεται από όλους το Πανάγιο Όνομα του Θεού.
Επιθυμεί ώστε «σύμπασα ἡ κτίσις», όπως έλεγε και κάποιο τραγούδι του Κατηχητικού
Σχολείου, να «εὐλογεῖ τόν Πλάστη της».
Δεν πρόκεται όμως εδώ για την ευλογία και δοξολογία απλώς
των χειλέων και του στόματος, αλλά για κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο. Μας το
τονίζει στην Ομιλία του στον Ψαλμό αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Εκείνο
που σημαίνει η ευχή αυτή, λέει, «τοῦτο ἐστι∙ διαπαντός καταξίωσον ἡμᾶς ἐνάρετον
βίον ζῆν, ὡς εὐλογητόν εἶναι τό ὄνομά σου καί δι’ ἡμῶν» (ό.π.). Αξίωσέ μας δηλαδή
να ζούμε από τώρα και στο εξής διαρκώς με τέτοιον τρόπο, ώστε να δοξάζεται και
εξαιτίας μας τον Πανάγιο Όνομά Σου.
Μοιάζει επομένως η ευχή αυτή με εκείνο που σημαίνει η
φράση «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου», που μας δίδαξε ο Κύριος να λέμε όταν
προσευχόμαστε. Είναι έκφραση της αγίας επιθυμίας να αναγνωρίζεται από όλους το
μεγαλείο του Θεού και να κατέχει Εκείνος την πρώτη θέση στην αγάπη της καρδιάς
μας, αλλά και στις παραμικρές λεπτομέρειες της ζωής μας.
Γι’αυτό πάλι ο ιερός Χρυστόστομος εξηγεί και διευκρινίζει
ότι η δόξα αυτή και η ευλογία του Ονόματος του Θεού, για την οποίο γίνεται εδώ
λόγος, έχει άμεση σχέση με την ζωή μας. Γιατί όπως βλασφημείται Εκείνος «κακῶς
πολιτευομένων ἡμῶς, οὕτω δοξάζεται καί εὐλογεῖται καί ἀγιάζεται, ἀρετῆς ἐπιμελουμένων»
(ό.π.).
Όταν κάποιος λέει ότι πιστεύει, αλλά όμως δεν ζει όπως
προστάζει ο Κύριος, γίνεται αιτία να προσβάλλεται και να ντροπιάζεται το Όνομα
του Θεού, που έχει τέτοιους ανάξιους εκπροσώπους. Αντίθετα, όταν ζει μέσα στην
κοινωνία με προσοχή και έχει ζωή φωτεινή, ζωή αρετής και αγάπης, γίνεται αφορμή
να δοξάζεται από όσους τον βλέπουν το Όνομα Εκείνου, που κάνει τέτοιους τους
ανθρώπους Του.
Αυτήν άλλωστε την προτροπή μας έδωσε και ο Θεάνθρωπος
Κύριος, όταν έλεγε: «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν
ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’
16).
Αλλά και από τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ήδη
γνωστό το πόσο μεγάλη σημασία έχει η ζωή μας για τη δόξα του Θεού. Γι’αυτό και
ο Σοφός Σειράχ έγραψε ότι δεν είναι «ὥραῖος αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐ
παρά Κυρίου ἀπεστάλη» (ιε’ [15] 9). Δεν είναι δηλαδή ωραία η δοξολογία που προέρχεται
από άνθρωπο που επιμένει να ζει αμαρτωλά, δεν εμπνέεται από τον Πανάγιο Θεό.
Είναι απαράδεκτη θεομπαιξία.
Το συμπέρασμα μετά από όλα αυτά, αγαπητέ αναγνώστη,
βγαίνει μόνο του. Αν φροντίζουμε να ζούμε όπως θέλει ο Θεός, ευλογείται και
δοξάζεται το Όνομά Του. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη τιμή για μας τους τοποτένιους
ανθρώπους; Γινόμαστε όργανα με τα οποία αντηχεί η δόξα Εκείνου που, όπως λέει ο
Ψαλμωδός, είναι «ὑψηλός ἐπί πάντα τά ἔθνη» και απλώνεται «ἐπί τούς οὐρανούς ἡ
δόξα του».
Το σκεφτόμαστε άραγε αυτό όσο πρέπει, κάθε φορά που
ακούμε τα θεόπνευστα αυτά λόγια στη θεία Λειτουργία και τα σιγοψάλλουμε ίσως
και εμείς με τους ψάλτες; Και δονείται η καρδιά μας από τον πόθο να δοξάζεται
έτσι από τώρα και στο εξής αιώνια από όλους μας το μέγα Όνομά Του; Η απάντηση
πρέπει να γραφεί με τους παλμούς της καρδιάς μας και με των χεριών μας τα έργα.
Γεωργίου Γ. Ψαλτάκη «Μηνύματα ζωῆς, ἀπό τό ἱερό Ψαλτήριο», εκδόσεις «ὁ Σωτήρ»