Τί ἄρωμα φορᾶς;
"ἦλθον ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα"
ΔΥΟ ΝΥΧΤΕΣ ΣΑΝ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ. ΕΤΣΙ ΤΟΥΣ ΦΑΝΗΚΕ...
Ὁ λόγος γιά τίς Μυροφόρες, τίς ἅγιες ἐκεῖνες γυναῖκες, πού γεμάτες συνοχή καί θλίψη καρδίας παρακολουθοῦσαν ἀπό μακριά τά γεγονότα τῆς σταυρώσεως καί ταφῆς τοῦ γλυκυτάτου Διδασκάλου.
Ἡδη ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς -τῆς μεγάλης ἐκεῖνης Παρασκευῆς- εἶχαν ἀγοράσει τά ἀρώματά τους, γιά νά μυρώσουν τό λατρευτό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καί ἔπρεπε λοιπόν νά περιμένουν νά περάσει ἡ νύχτα τῆς Παρασκευῆς, ὁλόκληρη ἡ μέρα κάι ἡ νύχτα τοῦ Σαββάτου (καθότι τό Σάββατο ἐπιβαλλόταν γενική ἀργία) καί ἔτσι μετά νά κινήσουν νά ἔρθουν στό μνῆμα.
Τί ἀγωνία, ἀλήθεια! Πόση ἀδημονία! Τά μυροδοχεῖα στά χέρια. Τά μάτια ἄγρυπνα. Κι οἱ ὧρες νά μή λένε νά κυλήσουν...
Καί νά τες τώρα. Ἐπιτέλους! Βαθιά χαράματα τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, σκοτάδι πηχτό άκόμα ἔξω, κι αὐτές άμίλητες νά τρέχουν στά σοκάκια καί στούς δρόμους πού ὁδηγοῦν ἔξω ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, στό φρικτό Γολγοθᾶ. Μέ τήν ψυχή στό στόμα, νά φτάσουν, νά ἐπιτελέσουν τό ἔργο τῆς ἀγάπης τους, τῆς λατρείας τους.
Φτάνουν. Καί τί νά δοῦν; Ἡ τεράστια πέτρα πού ἔφραζε τό στόμιο τοῦ μνημείου μακριά κι ὁ Τάφος ἀδειανός.
Ἀδειανός;
Μπαίνουν μέσα. Πουθενά τό σῶμα τοῦ Κυρίου.
Ἀπορία καί ἔκπληξη...
Καί ξαφνικά:
-"Τί ζητεῖτε τόν ζῶντα μέτα τῶν νεκρῶν;". Δύο ἄγγελοι ἀστραπηβόλοι, ἐπιβλητικοί, θαυμάσιοι, μέ ἐνδύματα πού ἄστραφαν ἀπό τό φῶς καί λαμπρότητα, ἐμφανίζονται μπροστά τους. Τά πάντα γέμισαν ἀπό δόξα ἀναστάσιμη, θεϊκή. Καί στά αὐτιά τῶν γυναικῶν ἦρθαν αὐτά τά λόγια: "Τί ζητᾶτε τόν ζωντανό ἀνάμεσα στούς νεκρούς; Δέν εἶναι ἐδῶ. Ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε τί σᾶς ἔλεγε στή Γαλιλαία, ὅτι σύμφωνα μέ τήν προαιώνια βουλή Του τή θεϊκή, ἔπρεπε νά παραδοθεῖ στά χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλών καί νά σταυρωθεῖ, κι ἔπειτα ἀπό τρεῖς ἡμέρες νά ἀναστηθεί".
Ὅλα τά θυμήθηκαν τότε. Τότε κατάλαβαν τί ἐπανειλημμένως τούς εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Γι' αὐτό καί τώρα τρέχουν νά εἰδοποιήσουν τούς Ἀποστόλους γιά τό χαρμόσυνο μήνυμα.
Δυστυχῶς ὅμως συναντοῦν τήν ἄρνησή τους. Δέν πιστεύουν ἐκεῖνοι στά λόγια τους. Φλυαρίες γυναικεῖες, λένε. Μόνο ὁ ἀπόστολος Πέτρος σηκώνεται καί πηγαίνει στό μνῆμα, κι αφοῦ διαπιστώνει τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τῶν Μυροφόρων, ἐπιστρέφει στό κατάλυμά του γεμάτος ἔκπληξη, ἀπορία καί θαυμασμό...
***
"ἦλθον ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα"
Ἦρθαν οἱ Μυροφόρες στό μνῆμα καί ἔφεραν ἀρώματα.
Ἴδια ὅλες; Μπορεῖ ναί, μπορεῖ καί ὄχι. Ὑπῆρχαν καί τότε ποικιλία ἀρωμάτων καί μύρων. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι τά ἀρώματα πού ἔφεραν μαζί τους οἱ Μυροφόρες γιά τόν Χριστό ἦταν πολύ ἀκριβά.
Μυροφόρες: Μύρα + φέρω/φορῶ.
Ἐσύ τί ἄρωμα φορᾶς; Δέν ἐννοῶ -καταλαβαίνεις- ἄν χρησιμοποιεῖς ἄρωμα καί τί ἐπωνυμία ἔχει αὐτό, ἀλλά ὅταν πλησιάζεις τόν Χριστό, τί ἄρωμα μυρίζεις; Εἶναι τέτοιο πού νά Τοῦ ἀρέσει;
Ὑπάρχουν πολλά ἀρώματα πνευματικά. Μερικά καί πολύ ἀκριβά. Ὅσο περισσότερο σοῦ στοιχίσει κάτι ὄμορφο πού θά ἀποκτήσεις, μία ἀρετή, μιά θυσία πού θα ὑποστεῖς γιά τόν Χριστό ἤ γιά τόν ἀδελφό σου, πού εἶναι ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, τόσο ἀκριβότερο στά μάτια τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ἄρωμα πού φορᾶς.
Καί Τόν θέλγει τό ἄρωμά σου. Καταλαβαίνεις τί θά πεῖ αὐτό; Τόν θέλγει, Τόν ἑλκύει τό ἄρωμα τῆς ἀρετῆς σου.
Κί ἔτσι ἔρχεται δίπλα σου. Γιά νά 'ναι πάντα κοντά σου. Δικός σου.
†Ἀρχιμ. Ἀποστόλου Χ. Τσολάκη