Με την έλευση του Χριστού η βασιλεία του Θεού δεν αναμένεται μόνο στον μέλλοντα αιώνα, στην αιώνια ζωή, αλλά υπάρχει και στην παρούσα ζωή· είναι ανάμεσά μας, βρίσκεται μέσα μας [10]. Αυτό σημαίνει ότι και η οικείωση της βασιλείας του Θεού δεν αποτελεί μελλοντική μόνο υπόθεση, αλλά διαδικασία και εμπειρία που αρχίζει ήδη από την παρούσα ζωή· «η γαρ παρουσία του Κυρίου εις τους πιστούς γέγονε και αεί γίνεται και εις πάντας τους βουλομένους εφέστηκεν» [11]. Και αυτό κατορθώνεται κατά το μέτρο της εκούσιας αυτοπροσφοράς του ανθρώπου στον Θεό.

Ο χρόνος της επίγειας ζωής του ανθρώπου αποκτά νόημα και περιεχόμενο, όταν χρησιμοποιείται για την πνευματική προκοπή και τελείωσή του. Όταν δεν γίνεται αυτό, η ζωή του ανθρώπου στερείται κάθε νοήματος. Ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει: «Η γέννηση και στη συνέχεια η αύξησή μας πάνω στη γη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δημιουργική διαδικασία, στη ροή της οποίας αφομοιώνουμε το είναι στο προσιτό σε μας μέτρο, ελπίζοντας ότι η μη τελειωθείσα εδώ γνώση θα πληρωθεί ως την τελειότητά της πέρα από τα όρια της μορφής αυτής της υπάρξεώς μας» [12].

Αυτό λοιπόν, που ίσχυσε για την Παναγία, ισχύει και για κάθε άνθρωπο που εμπιστεύεται τον εαυτό του στον Θεό και δέχεται τον λόγο του· ισχύει για κάθε πιστό που μιμείται την ταπείνωση της Παναγίας και συντονίζει με ευγνωμοσύνη το θέλημά του με το θέλημα του Θεού. Αλλά και όπως με την Παναγία πραγματοποιήθηκε «εφάπαξ» η κατά σάρκα γέννηση του Χριστού, για να ακολουθήσει σε κάθε άνθρωπο η κατά πνεύμα γέννησή του, έτσι συντελέσθηκε με αυτήν η μετάστασή της στους ουρανούς, για να ακολουθήσει για κάθε άνθρωπο η ανάσταση και η μετάστασή του στην αιώνια Βασιλεία του Υιού της.

Η θεώρηση του θανάτου ως κοιμήσεως ή ως φαινομένου που μεταφέρει τον άνθρωπο από την παρούσα πραγματικότητα στην μέλλουσα, από αυτήν την ζωή σε μιάν άλλη ζωή, και μάλιστα ανώτερη και πιο αληθινή, όπως πιστεύει ακράδαντα και διδάσκει η Εκκλησία μας, υπήρχε ως υποψία στον προχριστιανικό κόσμο: «Τις οίδε, λέει ο αρχαίος ποιητής Ευριπίδης, ει το ζην μεν εστι κατθανείν, το κατθανείν δε ζην νομίζεται βροτοίς»; Ποιος γνωρίζει δηλαδή, αν η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος είναι για τους ανθρώπους ζωή; Εξάλλου όλοι συμβαίνει να ζούμε καταστάσεις ονείρου, που είναι τόσο ζωντανές, ώστε να μην μπορούμε κάποτε να τις ξεχωρίσουμε από τις πραγματικές.

Αυτό όμως που υπήρχε ως υποψία στον προχριστιανικό κόσμο ή υποδηλώνεται ως ονειρικό βίωμα στην καθημερινή ζωή, βεβαιώνεται ως βιωματική αλήθεια και ως τελική πραγματικότητα από τον Χριστό και την Εκκλησία. Όποιος πιστεύει στον Θεό και δέχεται τον λόγο του μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν» [13]. Τον τελικό λόγο της επίγειας ζωής μας δεν τον έχει ο θάνατος αλλά η ζωή· η αιώνια και ακατάλυτη ζωή.

Την μετάβαση αυτήν «εκ του θανάτου εις την ζωήν» έζησε πρώτη στην πληρότητά της με την ενσώματη μετάστασή της η Παναγία. Αυτή που δέχθηκε τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού και τον γέννησε ως άνθρωπο μέσα στον κόσμο. Γι αυτό η επέτειος του θανάτου της δεν είναι επέτειος λύπης αλλά χαράς. Είναι επέτειος χαράς αλλά και αιτία χαράς για όλους, γιατί είναι επέτειος νίκης εναντίον του θανάτου και εισόδου στην αληθινή ζωή. «Την ζωήν η κυήσασα προς ζωήν την αθάνατον μεταβέβηκε». Είναι η ζωηφόρος κοίμηση, για την οποία πανηγυρίζει ολόκληρη η κτίση: «Ουρανοί επαγάλλονται, και Αγγέλων γέγηθε τα στρατεύματα· πάσα η γη δε ευφραίνεται» απευθύνοντας εξόδια ωδή στην Μητέρα του Δεσπότου των όλων [14].

 

Όταν κάποιος χριστιανός εκμυστηρεύθηκε σε ασκητή ότι φοβάται πολύ όταν σκέφτεται τον θάνατο και βλέπει τους τάφους, εκείνος του απάντησε: Μη φοβάσαι· εκεί στον τάφο θα βρείς το κλειδί για να ανεβείς στον Παράδεισο. Αυτό που λέει ο υμνογράφος της Εκκλησίας για την Παναγία, αυτό ισχύει και για κάθε πιστό που πιστεύει στον Χριστό και τιμά την Παναγία: «Κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται» [15].

Η πίστη αυτή υπήρχε πάντοτε στην παράδοσή μας. Και δεν υπήρχε μόνο ως διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά και ως κοινή συνείδηση του λαού· ως πεποίθηση που επηρέασε την σκέψη μας και αποτυπώθηκε στην γλώσσα μας. Κοίμηση δεν ονομάζουμε μόνο τον θάνατο της Παναγίας, αλλά και τον θάνατο κάθε χριστιανού. Στην γλώσσα μας όλοι οι νεκροί χαρακτηρίζονται ως «κεκοιμημένοι». Και οι τόποι, όπου τοποθετούνται αυτοί, ονομάζονται «κοιμητήρια».

Η χριστιανική πίστη είναι σε τελική ανάλυση πίστη στην ανάσταση. Αν αφαιρέσουμε από τον Χριστιανισμό την ανάσταση, αδειάζουμε όλο το περιεχόμενό του. Επιπλέον όμως η πίστη στην ανάσταση για τον Χριστιανό συμπληρώνεται με την πίστη στην ανάληψη. Όπως επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «έκαστος ημών, είγε βούλεται, κοινωνός έσται και της αναστάσεως και της αναλήψεως» του Χριστού [16]. Έτσι και η Εκκλησία εν γιορτάζει μόνο την κοίμηση της Παναγίας, που είναι η ανάστασή της, αλλά και την σωματική μετάστασή της. Η ανάσταση είναι κάτι που θα συμβεί μετά τον θάνατο. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι είναι κάτι που βιώνεται μόνο μετά τον θάνατο. Η ανάσταση προσφέρεται στον καθένα μας και ως εμπειρία της καθημερινης ζωής. Είναι η εμπειρία της χριστιανικής αγάπης. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη επιστολή του γράφει: «Εμείς ξέρουμε ότι έχουμε περάσει από τον θάνατο στην ζωή, γιατί αγαπάμε τους αδελφούς μας· όποιος δεν αγαπά τον αδελφό του παραμένει στον θάνατο» [17]. Με την αγάπη ανασταίνουμε τους άλλους μέσα μας, έστω και αν αυτοί έχουν από καιρό πεθάνει. Όπως και αυτοί που μας αγαπούν μας έχουν μέσα τους ζωντανούς όχι μόνο πριν αλλά και μετά τον θάνατό μας.

Η γιορτή λοιπόν της Κοιμήσεως της Παναγίας είναι γιορτή της αναστάσεώς της και προάγγελος της δικής μας αναστάσεως. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λαός μας χαρακτηρίζει την γιορτή αυτή ως «καλοκαιρινό Πάσχα». Με το «ανοιξιάτικο Πάσχα» γιορτάζουμε την ανάσταση του Χριστού, την νίκη του εναντίον του θανάτου, που άνοιξε στον κόσμο την οδό για την αιώνια ζωή. Με το «καλοκαιρινό Πάσχα» γιορτάζουμε την διέλευση της Μητέρας του Χριστού μας, της Παναγίας, από την οδό που άνοιξε ο Υιός της γι’ αυτήν και για ολόκληρο τον κόσμο.

Με το ανοιξιάτικο και το καλοκαιρινό Πάσχα θεμελιώνεται και υποδηλώνεται στον κάθε Χριστιανό το αιώνιο Πάσχα, η αιώνια ανάσταση, που προσφέρεται στον καθένα και μπορεί να βιωθεί από τον καθένα όχι μόνο ως προσδοκία αλλά και ως καθημερινή εμπειρία, ως εμπειρία αγάπης.

-----------------------------

11. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ηθικά 10,679-81, «Sources Chrétiennes», τομ. 129, σ. 308.

12. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, Έσσεξ Αγγλίας 32009, σ. 152-3.

13. Βλ. Ιω. 5,24.

14. Βλ. Προσόμοια Αίνων.

15. Προσόμοιον Μ. Εσπερινού Κοιμήσεως Θεοτόκου.

16. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 21,6, εκδ. Β. Ψευτογκά, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 6, Θεσσαλονίκη 2015, σ.249.

17. Α’ Ιω. 3,14.

 (pemptousia.gr)